- μιμεία
- μιμεία και μιμία, ἡ (Α) [μίμος]μίμηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιμεία — μιμείᾱ , μιμεία farce fem nom/voc/acc dual μιμείᾱ , μιμεία farce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
μιμία — μιμία, ἡ (Α) βλ. μιμεία … Dictionary of Greek